- διορυχή
- διορ-ῠχή, ἡ,A = διωρυχή, Χερσονήσου D.7.40;
φρεάτων Ph.1.626
;τοίχων Lib.Decl.8.19
: metaph., undermining, νόμων, δικαστηρίων, Id.Or.63.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρεάτων Ph.1.626
;τοίχων Lib.Decl.8.19
: metaph., undermining, νόμων, δικαστηρίων, Id.Or.63.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διορυχή — undermining fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορυχή — η βλ. διορυγή … Dictionary of Greek
διορυχαῖς — διορυχή undermining fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορυχαί — διορυχή undermining fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορυχῆς — διορυχή undermining fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορυχήν — διορυχή undermining fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορυγή — και διορυχή, η (Α) [διορύσσω] η διόρυξη … Dictionary of Greek
διωρυχή — και διορυχή, η (Α) διάνοιξη διώρυγας … Dictionary of Greek